κοινοπολιτικός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κοινοπολιτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κοινοπολιτεία, σε κοινότητα πολιτικών δικαιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πολιτικός (< πολίτης)].