κοινοπολιτικός
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ κοινοπολιτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κοινοπολιτεία, σε κοινότητα πολιτικών δικαιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πολιτικός (< πολίτης)].