κοινοβιακός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

German (Pape)

[Seite 1467] zum gemeinsamen, Klosterleben gehörig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβιακός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κοινοβιακός, -ή, -όν) κοινόβιος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινόβιο («κοινοβιακή ζωή»).
επίρρ...
κοινοβιακά (Μ κοινοβιακῶς)
με τον τρόπο του κοινοβίου, με κοινή ζωή.