οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
ων (τά) :sorte de gâteaux ou de bonbons.Étymologie: κόλλυβος -- DELG pê emprunt sémit.
ταβλ. κόλλυβο.