κόλλυβο
From LSJ
ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
Greek Monolingual
το (AM κόλλυβον)
στον πληθ. τα κόλλυβα
βρασμένο σιτάρι, ανάμικτο με ζάχαρη, σταφίδες, αλεύρι, ρόδι και άλλα αρτύματα, το οποίο, σύμφωνα με τη χριστιανική συνήθεια, φέρεται στην εκκλησία κατά την τέλεση μνημοσύνου
αρχ.
1. νόμισμα μικρής αξίας, κόλλυβος
2. στον πληθ. μικρές στρογγυλές πίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κόλλυβος.