κολαφιστικῶς
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
German (Pape)
[Seite 1472] ἅπτεσθαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰφιστικῶς: Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κολαφιστικῶς (Μ)
επίρρ. με κόλαφο, με ράπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολαφιστικός < κολαφίζω.