κλήθρινος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήθρινος Medium diacritics: κλήθρινος Low diacritics: κλήθρινος Capitals: ΚΛΗΘΡΙΝΟΣ
Transliteration A: klḗthrinos Transliteration B: klēthrinos Transliteration C: klithrinos Beta Code: klh/qrinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of the alder, ξύλα Ath.Mech.17.15 (κλείθρ- codd.).

Greek Monolingual

κλήθρινος, -ίνη, -ον (Α) κλήθρα
αυτός που προέρχεται από το δέντρο κλήθρα («ξύλα κλήθρινα», Αθήν. Μηχ.).