κόκορας
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Greek Monolingual
ο
1. αλέκτωρ, πετεινός
2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και τών παλαιών πυροβόλων όπλων, αλλ. λύκος
3. φρ. α) «κάνει τον κόκορα» — κάνει τον γενναίο, κάνει τον παλικαρά
β) «τά φόρτωσε στον κόκορα» — απέτυχε στην προσπάθειά του
γ) «σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση» — λέγεται για ανθρώπους ελαφρόμυαλους (δημ. δίστ.)
4. παροιμ. «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει» — όταν υπάρχει πολυαρχία ή όταν ανακατεύονται πολλά άτομα σε μια δουλειά, δεν έχουμε καλά αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τη φωνή του πετεινού].