κολλητικότητα

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του κολλητικού, η συγκολλητικότητα ή η μεταδοτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητικός. Η λ., οτον λόγιο τ. κολλητικότης, μαρτυρείται από το 1873 στον Ανδρέα Αναγνωστάκη].