κομμιοτυπικός
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που έχει ληφθεί με τη μέθοδο της κομμιοτυπίας
2. φρ. «κομμιοτυπικό χαρτί» — χαρτί κολλαρισμένο με αραβική γόμμα ή ιχθυόκολλα που περιέχει λίγο διχρωμικό κάλι και κατάλληλη ποσότητα χρώματος υδατογραφίας.