κολυμπιστής
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
Greek Monolingual
ο (Μ κολυμβιστής)
κολυμβητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολυμπιστής < μσν. κολυμβιστής < κολυμβίζω].