κολυμβιστής
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
κολυμβιστοῦ, ὁ, = κολυμβητής, Sch.Opp.H.1.173.
Greek Monolingual
κολυμβιστής, ὁ (Α)
βλ. κολυμπιστής.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: κολυμβιστής | Medium diacritics: κολυμβιστής | Low diacritics: κολυμβιστής | Capitals: ΚΟΛΥΜΒΙΣΤΗΣ |
Transliteration A: kolymbistḗs | Transliteration B: kolymbistēs | Transliteration C: kolymvistis | Beta Code: kolumbisth/s |
κολυμβιστοῦ, ὁ, = κολυμβητής, Sch.Opp.H.1.173.
κολυμβιστής, ὁ (Α)
βλ. κολυμπιστής.