Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
[Seite 1476] τό, = κόλυθρον.
κόλυτρον: τό, ἴδε κόλυθρον.
κόλυτρον, τὸ (Α)βλ. κόλυθρον.