-η, -ο (ΑM κονταρᾱτος, -η, -ον)αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. -ᾶτος (< λατ. -atus), πρβλ. μελ-άτος, νυχ-άτος].