κοραλλένιος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ κοραλλένιος, -α, -ο) κοράλλι
1. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από κοράλλια («κοραλλένιο βραχιόλι»)
2. αυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι («κοραλλένια χείλια»).