κορδίνημα
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
A v.l. for σκορδίνημα (q.v.), Erot.
Greek (Liddell-Scott)
κορδίνημα: διάφ. γραφ. ἀντὶ σκορδίνημα, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κορδίνημα, τὸ (Α)
βλ. σκορδίνημα.