και κορόμπλο, το1. ο καρπός της κορομηλιάς2. φρ. «τρέχει το δάκρυ κορόμηλο» — κλαίει με άφθονα δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καρό-μηλον < καρυό-μηλον, με αφομοιωτική τροπή του -α- σε -ο-].