Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρό

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το
1. τετράγωνο
2. ύφασμα με σχέδια διακοσμητικά σε σχήμα τετραγώνου
3. η μία από τις τέσσερεις φυλές της τράπουλας, που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carreau «τετράγωνο»].