κοσμήτρια
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
ἡ,
A = κοσμήτειρα, Hsch.s.v. Σαραχηρώ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμήτρια: ἡ, = κοσμήτειρα, Ἡσύχ., Ἐπιφάν. 1. 937D.