ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
-η, -οκοραλλένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτρ. Αλ. Χαντσερή].