κοράλλινος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο
κοραλλένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτρ. Αλ. Χαντσερή].