Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
-η, -οκοραλλένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτρ. Αλ. Χαντσερή].