κουράδι

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

(I)
το (Μ κουράδιον)
συμπαγές κόπρανο, στερεό αποπάτημα, περίττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρ-άδιον (υποκορ. του σκώρ, σκατός), με σίγηση του αρκτικού σ- και κώφωση].———————— (II)
το (Μ κουράδιον και κουράδι[ν])
(σημερ. μόνο στην Κρήτη) κοπάδι αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουρά «κούρεμα» + -άδι(ον)
κατ' άλλους η λ. είναι ιταλ. προελεύσεως].