κουλός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

και κουλλός, -ή, -ό (Μ κουλλός, -ή, -όν)
αυτός που δεν έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια ή αυτός που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χέρια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός «χωλός»].