ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
και κουλλός, -ή, -ό (Μ κουλλός, -ή, -όν)
αυτός που δεν έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια ή αυτός που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χέρια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός «χωλός»].