κουδούνισμα
Greek Monolingual
το κουδουνίζω
1. χτύπημα κουδουνιού
2. ήχος που βγάζει το κουδούνι
3. ήχος όμοιος με του κουδουνιού, μεταλλικός ήχος.
το κουδουνίζω
1. χτύπημα κουδουνιού
2. ήχος που βγάζει το κουδούνι
3. ήχος όμοιος με του κουδουνιού, μεταλλικός ήχος.