κουδουνίζω
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
Greek Monolingual
και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) κουδούνι
1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν»)
2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν του κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω»)
3. διαδίδω μυστικό
4. φρ. α) «κουδουνίζουν τ' αφτιά μου» — έχω βοή στα αφτιά
β) κουδουνίζει το κεφάλι μου» — έχω παραζαλιστεί
γ) «κουδουνίζει η τσέπη μου» — έχω αρκετά χρήματα
μσν.
διασύρω, εμπαίζω δημόσια.