κουδουνίζω

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) κουδούνι
1. χτυπώ το κουδούνικουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν»)
2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν του κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω»)
3. διαδίδω μυστικό
4. φρ. α) «κουδουνίζουν τ' αφτιά μου» — έχω βοή στα αφτιά
β) κουδουνίζει το κεφάλι μου» — έχω παραζαλιστεί
γ) «κουδουνίζει η τσέπη μου» — έχω αρκετά χρήματα
μσν.
διασύρω, εμπαίζω δημόσια.