κοχλιόκρανο

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
η κεφαλή του κοχλία, της βίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -κρανον (< αμάρτυρο κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον, ωλέ-κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].