κραμβοφάγος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A Cabbage-eater, name of a frog, v.l. in Batr.218.

Greek (Liddell-Scott)

κραμβοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τὴν κράμβην, ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομ. 221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mangeur de choux.
Étymologie: κράμβη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

κραμβοφάγος, -ον (Α)
(για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν -ο + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. χορτο-φάγος, ωμο-φάγος.