διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
-ες1. αυτός που μοιάζει με κρέας2. σαρκώδης, ευτραφής, κρεατωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -ώδης].