φύλλον
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
τό
A leaf; in Ep. and Hdt. always in pl. leaves, or collectively foliage, φύλλα καὶ ὄζους Il.1.234, al.; φύλλα δ' ἔραζε χέει Hes. Op.421; τὰ φ. καταδρέποντες κατήσθιον Hdt.8.115; ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φ. ἀναπέμπει Pi.P.9.46; ψυχὰς ἐδάη . . οἷά τε φύλλ' ἄνεμος δονεῖ B.5.65; sg., S.OC701 (lyr.), Thphr.HP1.10.6, etc.; οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν Il.6.146, cf. Mimn.2.1; φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι Ar.Av.685 (anap.); φύλλοις βάλλειν E.Hec.574; πλεκτὰ φύλλα wreathed leaves, Id.Hipp.807; φύλλον ἐλαίας, poet. for ἐλάα, S.l.c.: metaph. of choral songs, φύλλ' ἀοιδᾶν Pi.I.4(3).27; of leaves used as voting-papers, IG12(5).595A12 (Ceos, iii/ii B. C.). 2 of flowers, petal, [ῥόδον] ἔχον ἑξήκοντα φύλλα Hdt.8.138; ὑακίνθινα φ., λειμώνια φ., Theoc.11.26, 18.39. II plant, in general, φ. ὂν ἐπινηχόμενον τῷ ὕδατι Dsc.1.12, cf. Numen. ap. Ath.9.371b; ἡ κατὰ φύλλον (with or without γεωμετρία) survey according to plants, i. e. crops grown, PTeb.38.3, 78.4 (ii B. C.): ποτίσαι εἰς φύλλον ib.72.362, 105.32 (ii B. C.): esp. of medicinal herbs, φ. εἴ τι νώδυνον κάτοιδε S.Ph.44; ἠπίοισι φ. ib.698 (lyr.), cf. 649. 2 as a name of definite species: a = βρυωνία, dog Mercury, Mercurialis perennis, Thphr.HP9.18.5, Dsc.3.125. b the leaf-like fruit of silphium, Hp.Nat.Mul.72, Thphr.HP6.3.1, Polyaen.4.3.32. c = λευκάκανθα, Dsc.3.19.