κτηνοτροφή

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
συν. στον πληθ. οι κτηνοτροφές
φυσικές ή τεχνητές τροφές που παρασκευάζονται με κατάλληλες προσμίξεις και συνθέσεις ώστε να εξασφαλίζουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη διατροφή τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + τροφή.