οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
κυκλοσοβῶ, -έω (Α)περιστρέφω («πόδα κυκλοσοβεῑτε», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + σοβῶ «κινώ»].