κύκαθρο

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

και κύκηθρο, το (Α κύκηθρον)
1. εργαλείο για ανακάτεμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ανακατωσούρας («καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
είδος τσάπας με την οποία αναμιγνύεται ο ασβέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -θρον].