ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
και κύκηθρο, το (Α κύκηθρον)
1. εργαλείο για ανακάτεμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ανακατωσούρας («καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
είδος τσάπας με την οποία αναμιγνύεται ο ασβέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -θρον].