σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
[Seite 1525] ἡ, Vermischung, Verwirrung, Hesych.
κῠκεία: ἡ, μῖξις, ταραχή, Ἡσύχ.
κυκεία, ἡ (Α) κυκώ(κατά τον Ησύχ.) ταραχή.