σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
κρονοθήκη, ἡ (Α)δοχείο παλιών ανοησιών, κουτάκι με βλακείες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «μωρός, ανόητος» + θήκη.