Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
κυλικίς, -ίδος, ή (AM)
μικρή κύλικα
μσν.
φάρμακο, καταπότιον
αρχ.
θήκη φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρ-ίς, σταφυλ-ίς)].