κυλικηγόρος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλῐκηγόρος Medium diacritics: κυλικηγόρος Low diacritics: κυλικηγόρος Capitals: ΚΥΛΙΚΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: kylikēgóros Transliteration B: kylikēgoros Transliteration C: kylikigoros Beta Code: kulikhgo/ros

English (LSJ)

ον,

   A one who talks over his cups, Eust.1632.18.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλῐκηγόρος: -ον, ὁ ἀγορεύων ἐπὶ τῇ κύλικι, ὁ κυλικηγορῶν, Εὐστ. 1632. 18.

Greek Monolingual

κυλικηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά ή συζητά για κάτι πίνοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -ηγόρος (< ἀγορά). Το -η- λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].