κωδία
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 1540] ἡ, = κώδεια, Mohnkopf; Ar. frg. 166; Medic.; Theophr. – Bei Arist. probl. 16, 8 der Bauch der Wasseruhr.
Greek Monolingual
η (Α κωδία)
η κώδεια, η κάψα ορισμένων φυτών που περιέχει τα σπέρματα
αρχ.
φρ. «κωδία τῆς κλεψύδρας» — το άνω ευρύ μέρος της κλεψύδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κώδεια.