κυράτσα

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

και κυράτζα και κεράτσα, η (Μ κυράτζα και κυράτσα και κεράτσα και κυράκα)
κυρά, αρχόντισσα
νεοελλ.
1. η γιαγιά, η μάμμη
2. (ιδίως ο τ. κεράτσα) δύστροπη, φλύαρη και κουτσομπόλα γυναίκα
μσν.
1. μάννα
2. θεία
3. αγαπημένη, καλή
4. (ως τίτλος ευγενείας) ευυπόληπτη γυναίκα.