κυρά
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
v. κύριος B. 2.
Greek Monolingual
και κερά, η (Μ κυρά και κερά)
1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της»)
2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου»)
3. γιαγιά, μάμμη
4. αγαπημένη («κυρά μου, εις όσον σέ αγαπώ, η γης βοτάνια ουκ έχει», Ερωτοπαίγνια)
5. ευλαβικός τίτλος της Παναγίας («η Αθηνιώτισσα Κυρά», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. (ως τιμητική προσαγόρευση γυναικών, πριν από κύριο όνομα ή προσηγορικό που δηλώνει το επάγγελμά τους ή το επάγγελμα ή αξίωμα τών συζύγων) κυρία (α. «κυρά Κατίνα» β. «κυρά δασκάλα» γ. «κυρά βουλευτίνα»)
2. φρ. α) «κυρά Μαριώ» ή «κερά Μαριώ»
μτφ. η αλεπού
β) «καλές κυράδες»
μτφ. οι νεράιδες
γ) «κυρά νύχτα» — λέγεται ειρωνικά για τους φυγόπονους
3. παροιμ. «πρώτη γυναίκα δούλα κι η δεύτερη κυρά» — η δεύτερη σύζυγος έχει τις περισσότερες περιποιήσεις
μσν.
1. βασίλισσα
2. ιδιοκτήτρια, κάτοχος
3. (γενικά) γυναίκα.