κωμωδοδιδάσκαλος
Greek Monolingual
κωμῳδοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
συγγραφέας κωμωδίας ο οποίος δίδασκε τους ηθοποιούς και τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + διδάσκαλος.
κωμῳδοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
συγγραφέας κωμωδίας ο οποίος δίδασκε τους ηθοποιούς και τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + διδάσκαλος.