κωμῳδοδιδάσκαλος
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ὁ, comic poet, because he trained the actors and chorus, ib.507, Pax737, Lys.Fr.53, Arist.de An.406b17: κωμῳδιοδιδάσκαλος is f.l. in D.Chr.15.7, Aristid.2.129 J.
German (Pape)
[Seite 1545] ὁ, der Comödiendichter, insofern er sein Stück einstudiren läßt, die Schauspieler u. den Chor einübt, Ar. Equ. 504 Pax 736 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
auteur comique qui donne les indications nécessaires aux acteurs.
Étymologie: κωμῳδός, διδάσκαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμῳδοδιδάσκαλος -ου, ὁ [κωμῳδία, διδάσκαλος] komedieregisseur.
Russian (Dvoretsky)
κωμῳδοδιδάσκαλος: ὁ постановщик комедии Arph., Arst.
Greek Monolingual
κωμῳδοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
συγγραφέας κωμωδίας ο οποίος δίδασκε τους ηθοποιούς και τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + διδάσκαλος.
Greek Monotonic
κωμῳδοδῐδάσκαλος: ὁ, ο κωμικός ποιητής, λεγόταν έτσι επειδή έπρεπε να εκπαιδεύσει τους ηθοποιούς και τον χορό, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῳδοδῐδάσκᾰλος: ὁ, κωμικὸς ποιητής, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε τὴν φροντίδα νὰ διδάξῃ καὶ γυμνάσῃ τοὺς ὑποκριτὰς καὶ τὸν χορόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 507, Εἰρ. 737, Λυσ. Ἀποσπ. 31, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 11, πρβλ. διδάσκω ΙΙΙ.
Middle Liddell
κωμῳδο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,
a comic poet, because he had to train the actors and chorus, Ar.