ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
λαβροφαγῶ, -έω (Α)
τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. καρπο-φαγώ, ξηρο-φαγώ].