κωματίζομαι

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be in a state of κῶμα, Hp.Epid.7.11, Antyll. ap.Orib.10.19.7.

German (Pape)

[Seite 1544] an der Schlafsucht leiden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κωματίζομαι: εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει κώματος, Ἱπποκρ. 1213Α.

Greek Monolingual

κωματίζομαι (Α) κώμα
είμαι σε κατάσταση κώματος.