μεταλλουργικός

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλουργία ή στον μεταλλουργό
2. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλουργική
η μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στα Έγγραφα Β' Περιόδου Ολυμπίων].