μεταλλουργικός
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλουργία ή στον μεταλλουργό
2. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλουργική
η μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στα Έγγραφα Β' Περιόδου Ολυμπίων].