Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετατρεψιμότητα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η μετατρέψιμος
1. (γενικά) η δυνατότητα μετατροπής
2. (οικον.) η δυνατότητα ανταλλαγής του νομίσματος μιας χώρας με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών ή με οποιοδήποτε άλλο μέσον διεθνών ανταλλαγών («η μετατρεψιμότητα διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές»).