μετατρεψιμότητα
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
Greek Monolingual
η μετατρέψιμος
1. (γενικά) η δυνατότητα μετατροπής
2. (οικον.) η δυνατότητα ανταλλαγής του νομίσματος μιας χώρας με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών ή με οποιοδήποτε άλλο μέσον διεθνών ανταλλαγών («η μετατρεψιμότητα διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές»).