μετατρεψιμότητα
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
η μετατρέψιμος
1. (γενικά) η δυνατότητα μετατροπής
2. (οικον.) η δυνατότητα ανταλλαγής του νομίσματος μιας χώρας με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών ή με οποιοδήποτε άλλο μέσον διεθνών ανταλλαγών («η μετατρεψιμότητα διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές»).