μισθοκομίζομαι
Greek (Liddell-Scott)
μισθοκομίζομαι: μισθοφορέω, Achmes 187.
Greek Monolingual
μισθοκομίζομαι (Μ)
λαμβάνω μισθό, μισθοδοτούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + κομίζομαι «λαμβάνω, παίρνω»].
μισθοκομίζομαι: μισθοφορέω, Achmes 187.
μισθοκομίζομαι (Μ)
λαμβάνω μισθό, μισθοδοτούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + κομίζομαι «λαμβάνω, παίρνω»].