ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
η (ΑΜ μοιχαλίς, -ίδος)έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα τηςνεοελλ.πόρνημσν.-αρχ.ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ)