δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
λιποσιτῶ, -έω (Α)στερούμαι σίτου, τροφής, πάσχω από έλλειψη τροφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπόσιτος < λιπ(ο)- + σῖτος.