λιποσιτώ

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

λιποσιτῶ, -έω (Α)
στερούμαι σίτου, τροφής, πάσχω από έλλειψη τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπόσιτος < λιπ(ο)- + σῖτος.