μιαροφαγία

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner oder verunreinigenden Speisen, Sp.

Greek Monolingual

η (Α μιαροφαγία) μιαροφάγος
το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ωμο-φάγος.